Η παχυσαρκία σχετίζεται με σχεδόν εξαπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2, ενώ τα γονίδια και ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής αυξάνουν επίσης τον κίνδυνο, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό, σύμφωνα με μια νέα δανέζικη επιστημονική έρευνα, που παρουσιάστηκε στο φετινό ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη, που πραγματοποιείται στη Βαρκελώνη (16-20 Σεπτεμβρίου).
Σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία Διαβήτη περίπου 425 εκατομμύρια άνθρωποι 20 έως 79 ετών ζούσαν με διαβήτη το 2017, αριθμός που αναμένεται να ξεπεράσει τα 600 εκατομμύρια το 2045.
Η βασική στρατηγική σήμερα για την πρόληψη του διαβήτη είναι η διατήρηση φυσιολογικού βάρους και ο υγιεινός τρόπος ζωής (διατροφή, άσκηση, αποφυγή καπνίσματος και αλκοόλ).
Η δανέζικη έρευνα, με επικεφαλής την δρα Χερμίνα Γιακούποβιτς του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, που έγινε σε σχεδόν 9.600 άτομα, από τα οποία περίπου τα μισά εμφάνισαν διαβήτη στη διάρκεια μιας περιόδου 15 ετών, έδειξε ότι η παχυσαρκία και ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής είναι όντως οι μεγαλύτεροι παράγοντες κινδύνου για διαβήτη, άσχετα με τη γενετική προδιάθεση.
Ιδίως η παχυσαρκία (δείκτης μάζας σώματος άνω του 30) αυξάνει κατά 5,8 φορές τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2, σε σχέση με όσους έχουν κανονικό βάρος.
Από μόνα τους ούτε η γενετική προδιάθεση, ούτε ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής σχετίζονται με τόσο αυξημένο κίνδυνο διαβήτη, όσο η παχυσαρκία.
Ακόμη και οι άνθρωποι με τα περισσότερα γονίδια κινδύνου στο DNA τους έχουν μόνο διπλάσιο κίνδυνο για διαβήτη, σε σχέση με όσους έχουν τον μικρότερο γενετικό κίνδυνο, ενώ από μόνος του ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου διαβήτη μόνο κατά 20% σε σχέση με τον υγιεινό τρόπο ζωής.
Μια άλλη αυστραλιανή μελέτη που παρουσιάσθηκε στο ίδιο διεθνές συνέδριο, με επικεφαλής την καθηγήτρια Νταϊάνα Μαγκλιάνο του Ινστιτούτου Baker Heart and Diabetes της Μελβούρνης, συμπέρανε ότι μολονότι οι αριθμοί των ανθρώπων με διαβήτη τύπου 2 συνεχίζουν να αυξάνουν με ανησυχητικό ρυθμό, η αυξητική τάση εμφανίζει ενδείξεις μείωσης.
Με άλλα λόγια, πιθανώς κατά τα τελευταία έτη καταγράφεται διεθνώς μια σταθεροποίηση ή και πιθανή μείωση των νέων περιστατικών της νόσου, κάτι που πάντως πρέπει να επιβεβαιωθεί.
Μια τρίτη αυστριακή έρευνα σε 11.000 άτομα ηλικίας έξι έως 80 ετών, που ανακοινώθηκε στο συνέδριο της Βαρκελώνης, με επικεφαλής τη δρα Αλίνα Οφενχάιμερ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Σίγκμουντ Φρόιντ της Βιέννης, δείχνει ότι στους άνδρες και στις γυναίκες συνυπάρχουν διαφορετικές παθήσεις παράλληλα με το διαβήτη (συννοσηρότητα).
Η στηθάγχη, η στεφανιαία νόσος, η αρτηριοσκλήρυνση και το άγχος είναι συχνότερα στους διαβητικούς άνδρες από ό,τι στις διαβητικές γυναίκες, ενώ αντίθετα οι τελευταίες εμφανίζουν συχνότερα καρδιακή αρρυθμία και συστημική φλεγμονή από ό,τι οι άνδρες.
Οι γυναίκες με προδιαβήτη (προστάδιο του διαβήτη) έχουν επίσης συχνότερα οστεοπόρωση και κατάθλιψη σε σχέση με τους άνδρες με προδιαβήτη. Η μελέτη βρήκε ότι τα ποσοστά προδιαβήτη ήταν 23,6% στους άνδρες, 17,1% στις γυναίκες και 4,6% στα παιδιά έξι έως δέκα ετών.
Μια τέταρτη πιλοτική βρετανική έρευνα, με επικεφαλής τη δρα Μίτρα Ταβακόλι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Έξετερ, που έγινε σε 60 ανθρώπους (20 με διαβήτη, 20 με προδιαβήτη και 20 υγιείς), δείχνει ότι μια εξειδικευμένη οφθαλμολογική εξέταση στους φακούς του ματιού με τη βοήθεια ενός νέου βιομικροσκοπίου που ανιχνεύει την παρουσία γλυκοτοξινών, μπορεί να προβλέψει τους ασθενείς που θα εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2 και προδιαβήτη στο μέλλον.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι μπορεί να υπάρξει χρονική υστέρηση έως δέκα ετών ανάμεσα στην ασυμπτωματική εκδήλωση του διαβήτη και στη διάγνωση του, συνεπώς η όσο γίνεται πιο έγκαιρη διάγνωση μπορεί να προλάβει επικίνδυνες επιπλοκές της νόσου.