Tα αποτελέσματα της μελέτης εξειδικευμένων επιστημόνων για τα αίτια που προκάλεσαν τις καταστροφικές πλημμύρες στη Δυτική Αττική έδωσε στη δημοσιότητα η Νέα Δημοκρατία.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η βροχόπτωση στο Όρος Πατέρας χαρακτηρίστηκε ως ισχυρή και καταστρεπτική και η πλημμύρα στη Μάνδρα εκτιμήθηκε ότι είχε περίοδο επαναφοράς τουλάχιστον 100 ετών ή και μεγαλύτερη, δηλαδή πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό πλημμυρικό γεγονός που δεν είναι συνηθισμένο.
Συνοπτικά σύμφωνα με τη μελέτη τα αίτια της πλημμύρας ήταν:
- Η έλλειψη των απαραίτητων έργων ανάσχεσης στις ορεινές εκτάσεις, όπως π.χ. φράγματα ανάσχεσης και συγκράτησης φερτών, κορμοδέματα και κορμοπλέγματα.
- Τα ατελή έργα αντιπλημμυρικής προστασίας στην περιοχή των οικισμών.
- Τα χαρακτηριστικά της βροχόπτωσης, που χαρακτηρίστηκε ως ισχυρή και καταστρεπτική.
Παράλληλα, οι δυνητικές επιπτώσεις από την πλημμύρα αναλύονται σε 4 κατηγορίες:
(1) στον πληθυσμό, (2) οικονομικές, (3) περιβαλλοντικές και (4) πολιτιστικές. Οι επιπτώσεις στον πληθυσμό έχουν προτεραιότητα, και ειδικότερα αυτές που αφορούν την ανθρώπινη ζωή.
Στο συγκεκριμένο πλημμυρικό επεισόδιο υπήρξε απώλεια σε ανθρώπινες ζωές, γεγονός που επισκιάζει όλα τα υπόλοιπα. Όμως, σημαντικότατες ήταν οι επιπτώσεις και στις υπόλοιπες κατηγορίες και ιδιαίτερα στις οικονομικές δραστηριότητες.
Επιπλέον επισημαίνεται ότι οι επιπτώσεις της πλημμύρας είναι σημαντικά μικρότερες, όταν γίνεται ορθή διαχείριση με κατάλληλα μέτρα που αφορούν τα ακόλουθα:
(1) Πρόληψη, (2) Προστασία, (3) Ετοιμότητα, και (4) Αποκατάσταση (ατομική, κοινωνική, περιβαλλοντική και άλλες μορφές αποκατάστασης).
Στις παρεμβάσεις δίνεται προτεραιότητα στην ασφάλεια των πολιτών με βάση την οποία προτείνεται η άμεση ολοκλήρωση των ακολούθων έργων και ενεργειών:
Τα απαιτούμενα έργα αντιπλημμυρικής προστασίας στην περιοχή των οικισμών.
Τα απαραίτητα έργα ανάσχεσης στις ορεινές εκτάσεις, όπως π.χ. φράγματα ανάσχεσης και συγκράτησης φερτών, κορμοδέματα και κορμοπλέγματα.
«Τα έργα αυτά χαρακτηρίζονται ως επείγοντα, οπότε συνιστάται να εξεταστεί η δυνατότητα πραγματοποίησής τους με διαδικασίες “επείγοντος” (fast-track), χωρίς καθυστερήσεις, στο πλαίσιο της νομοθεσίας, ώστε να αποδοθούν στο κοινωνικό σύνολο σε σύντομο διάστημα», υπογραμμίζει η μελέτη, ενώ σημειώνει και τα εξής μέτρα πρόληψης.
Συγκερκιμένα:
- Υλοποίηση όλων των ενεργειών που προβλέπονται στα Σχέδια Έκτακτης Ανάγκης, σύμφωνα με το Γενικό Σχέδιο Πολιτικής Προστασίας «Ξενοκράτης» (ν. 3013/2002, ΥΑ 1299/7-4-2003) και το πρόσφατο έγγραφο 7742/1-11-2017 της ΓΓΠΠ για τις πλημμύρες.
- Ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού Επιχειρησιακού Συστήματος Έγκαιρης Προειδοποίησης Πλημμυρών με τη χρήση σύγχρονων επιστημονικών μεθόδων πρόβλεψης, μέτρησης-καταγραφής, και μαθηματικών μοντέλων υδρολογίας και υδραυλικής (διόδευσης πλημμύρας).
- Οργάνωση δράσεων εκπαίδευσης-ενημέρωσης των πολιτών, αλλά και των τοπικών Αρχών, σε θέματα αντιμετώπισης πλημμυρών, ιδιαίτερα στις πληγείσες περιοχές, καθώς και σε όσες περιοχές κρίνεται ότι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο.
Επιπλέον, προτείνονται:
- Στοχευμένος αντιπλημμυρικός σχεδιασμός για την ευρύτερη περιοχή, ο οποίος θα εντοπίσει και θα ιεραρχήσει τυχόντα επιπλέον έργα, τόσο στην ορεινή όσο και στην πεδινή ζώνη.
- Εφαρμογή των Μέτρων που προβλέπονται στα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας, ιδιαίτερα αυτών που αφορούν εξειδικευμένες δράσεις στις περιοχές που επλήγησαν.
Αναβάθμιση της Εθνικής Τράπεζας Υδρολογικής και Μετεωρολογικής Πληροφορίας (ΕΤΥΜΠ – ΥΠΕΝ/ΕΓΥ), η οποία πρέπει να αποτελέσει την ενοποιημένη βάση που θα συγκεντρώνει τα πλέον έγκυρα και πρόσφατα υδρομετεωρολογικά στοιχεία, από όλους τους Φορείς, με επαρκή χωρική κάλυψη. - Επιπρόσθετα συνιστάται η πραγματοποίηση άμεσων ενεργειών για την επίλυση των διαφόρων χρόνιων προβλημάτων της χώρας όπως η γραφειοκρατία, ο μη ορθολογικός πολεοδομικός σχεδιασμός, η πολυδαίδαλη νομοθεσία, η ευθυνοφοβία, η πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατικών φορέων, η προχειρότητα στην αντιμετώπιση των θεμάτων, τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα ιδίως σχετικά με την ιδιοκτησία και τη χρήση της γης, η ανεπαρκής περιβαλλοντική εκπαίδευση και συνείδηση και η έλλειψη εκπαίδευσης των πολιτών για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών.