Οι πωλήσεις δίσκων της Γουίτνεϊ Χιούστον που άγγιξαν τα 200 εκατομμύρια, τα εκατοντάδες βραβεία της και τη διεθνή αναγνώριση, καθώς η διάσημη τραγουδίστρια ήταν απλά η «Νίπι από το Νιούαρκ» (χαϊδευτικό που της είχε δώσει ο πατέρας της), ένα αφελές νεαρό κορίτσι, απροετοίμαστο για φήμη.
Ένα νέο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Can I Be Me» (Μπορώ να είμαι εγώ) εξετάζει πώς η Χιούστον, η οποία τραγουδούσε και είχε αποκτήσει μουσική παιδεία από μικρή ηλικία, έγινε μία από τις πιο γνωστές τραγουδίστριες όλων των εποχών και αγωνίστηκε με θέματα ναρκωτικών και αλκοόλ πριν από το θάνατό της το 2012.
«Δεν γνώριζε που εισερχόταν, ήταν τόσο όμορφη και φαινόταν ότι απλά διασκέδαζε» ανέφερε ο σκηνοθέτης Νικ Μπρούμφιλντ στο Reuters.
«Παρουσιαζόταν, ξέρετε, ως η Αμερικανίδα πριγκίπισσα. Στην πραγματικότητα ήταν από το Νιούαρκ. Ήταν η Νίπι από το Νιούαρκ, το γκέτο, με τις χειρότερες φυλετικές ταραχές, όπως και στο Λος Άντζελες, σε ολόκληρη την Αμερική».
Σύμφωνα με το ΑΜΠΕ-ΠΕ, ο Μπρούμφιλντ πέρασε δύο χρόνια ψάχνοντας σε αρχεία και μιλώντας με ανθρώπους που ήταν κοντά στη Χιούστον, η οποία άρχισε να τραγουδά σε γκόσπελ χορωδία στο Νιου Τζέρσεϋ σε ηλικία 11 ετών και ανακαλύφθηκε σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης τη δεκαετία του 1980 από τον παραγωγό δίσκων Clive Davis που καθοδήγησε την καριέρα της.