Τα παιδιά λοιπόν που έχουν γεννηθεί από μεγαλύτερους γονείς παρουσιάζουν, σύμφωνα με τα στοιχεία Ολλανδικής έρευνας, λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς.
Η μελέτη, η οποία διεξήχθη από ερευνητές του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου του Άμστερνταμ, του Πανεπιστήμιου της Ουτρέχτης, του Ιατρικού Κέντρου Έρασμος και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Γκόρνιγκεν, ανέλυσε δεδομένα από 32.892 παιδιά ολλανδικής καταγωγής, ηλικιών από 10 έως 12 ετών.
Τα δεδομένα της μελέτης, που δημοσιεύτηκαν στο «Child Development», ανέδειξαν ότι τα παιδιά με μεγαλύτερους γονείς τείνουν να έχουν λιγότερα συμπεριφορικά προβλήματα εξωτερίκευσης συναισθημάτων (π.χ. επιθετικότητα). Η ηλικία των γονέων, όμως, δεν φάνηκε να σχετίζεται με προβλήματα στις συμπεριφορές εσωτερίκευσης συναισθημάτων (π.χ. άγχος, κατάθλιψη).
Τα προβλήματα συμπεριφοράς αξιολογήθηκαν από τους πατέρες, τις μητέρες, τους δασκάλους και από τα ίδια τα παιδιά.
Διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά με μεγαλύτερους γονείς είχαν λιγότερα συμπεριφορικά προβλήματα εξωτερίκευσης. Δεν υπήρξε η ίδια συσχέτιση για συμπεριφορές εσωτερίκευσης συναισθημάτων. Ακόμα και στην περίπτωση στην οποία έλαβαν υπόψη το κοινωνικοοικονομικό καθεστώς των οικογενειών τα αποτελέσματα αυτά δεν τροποποιήθηκαν. Η ευνοϊκή, επομένως, επίδραση της ηλικίας των γονέων δεν έχει σχέση με το εισόδημά τους.
Η Ντόρετ Μπόσμσα, καθηγήτρια βιολογικής ψυχολογίας και γενετικής συμπεριφοράς στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ και μια από τους συντάκτες της μελέτης, διερευνώντας τα αίτια αυτής της επίδρασης υποθέτει ότι οι μεγαλύτεροι γονείς έχουν συνήθως υψηλότερα εισοδήματα και επίπεδο εκπαίδευσης, τονίζει, όμως, ότι αυτοί οι παράγοντες δεν εξηγούν πλήρως το πώς η μεγαλύτερη ηλικία των γονέων ελαχιστοποιεί τα συμπεριφορικά προβλήματα εξωτερίκευσης συναισθημάτων των παιδιών.