Η δικτύωση, η επικοινωνία, οι επαφές, οι σχέσεις εμπιστοσύνης που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του Ελληνογερμανικού Φόρουμ Τροφίμων, όπου γερμανοί επιχειρηματίες και έλληνες παραγωγοί έχουν την ευκαιρία να βρεθούν απευθείας και να συνάψουν εμπορικές συμφωνίες προώθησης ελληνικών προϊόντων στη γερμανική αγορά και μέσω αυτής και σε άλλες μεγάλες αγορές, είναι η «μεγάλη αξία» του θεσμού, λέει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ, ο γενικός διευθυντής του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Αθανάσιος Κελέμης.
Το 4ο Ελληνογερμανικό Φόρουμ πραγματοποιήθηκε φέτος από το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο στην Καβάλα, στην Καλαμίτσα, σε συνδιοργάνωση με την εταιρία «BASF Ελλάς ΑΒΕ», υπό την αιγίδα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Επιμελητηρίου της Καβάλας και με την υποστήριξη του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας.
Στη φετινή διοργάνωση συμμετείχαν οκτώ γερμανικές επιχειρήσεις και πολλές ελληνικές επιχειρήσεις του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης από τον χώρο του τροφίμου και της αγροδιατροφής.
Αθανάσιος Κελέμης: Ευκαιρίες για τα ελληνικά προϊόντα στη γερμανική αγορά
Ο διευθυντής του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου τονίζει ότι μπαίνοντας στην τέταρτη χρονιά της διοργάνωσης φαίνεται ότι υπάρχει μέλλον για πολύ περισσότερες συνεργασίες και συμφωνίες, πολύ πιο εύκολα από ό,τι είχε φανεί στο ξεκίνημα της διοργάνωσης και ευκαιρίες για τα ελληνικά προϊόντα στη γερμανική αγορά.
Απαιτείται, ωστόσο, όπως λέει, και η Πολιτεία να προχωρήσει με γρηγορότερα βήματα στη δημιουργία ενός εθνικού “brand”, ώστε τα προϊόντα κάτω από αυτό το σήμα να γίνουν πιο αναγνωρίσιμα για την προέλευση και την ποιότητά τους στις διεθνείς αγορές.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του κ. Κελέμη:
ΕΡ: Πώς αποτιμάτε τις εργασίες του Ελληνογερμανικού Φόρουμ Τροφίμων
ΑΠ: Πιστεύω ότι αυτή η σειρά των εκδηλώσεων έχει καθιερωθεί σαν θεσμός. Δεν έχουμε καμία δυσκολία πλέον να πείσουμε γερμανικές επιχειρήσεις να έρθουν και να συμμετέχουν σε αυτό το φόρουμ, σε αντίθεση με την πρώτη διοργάνωση, που πραγματικά καταβάλαμε τεράστια προσπάθεια να μαζέψουμε οκτώ – εννιά επιχειρήσεις να έρθουν στην Πελοπόννησο.
Άρα έχει ένα καλό αντίκτυπο αυτή η διοργάνωση όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στη Γερμανία. Και δεν είναι πάντα οι ίδιες εταιρίες. Είναι δύο – τρεις που μας συνοδεύουν συνέχεια, αλλά έρχονται και καινούργιες εταιρίες.
Στο προηγούμενο φόρουμ, που έγινε στη Δυτική Μακεδονία, είχαμε τον μεγαλύτερο προμηθευτή αγροδιατροφικών προϊόντων (τη Rewe), φέτος δεν μπόρεσαν να έρθουν, νομίζω θα μας συνοδεύσουν στο επόμενο.
Στο προηγούμενο φόρουμ κλείστηκαν τρεις συμφωνίες, φέτος θα δούμε, αλλά αυτό που είναι ουσιαστικό είναι το γεγονός ότι στήνονται δίκτυα, γνωρίζονται και έρχονται οι άνθρωποι σε επαφή, δημιουργούν σχέσεις εμπιστοσύνης και αυτή είναι η μεγάλη αξία αυτού του φόρουμ.
ΕΡ: Είπατε στην ομιλία σας ότι το “στοίχημα” για τη χώρα είναι η ανάπτυξη με εξωστρέφεια…
ΑΠ: Κοιτάξτε, αν παραμερίσουμε τις όποιες παθογένειες, για να μην αναφερόμαστε σε αυτά τα τετριμμένα θέματα που αναφέρονται συνήθως, το δυναμικό είναι τεράστιο στην Ελλάδα, είτε στα τρόφιμα είτε στα κτηνοτροφικά προϊόντα, στον τουρισμό, σε συγκεκριμένους κλάδους της βιομηχανίας, όπως η πληροφορική– αν θέλετε και οι υπηρεσίες όπως τα logistics έχουν ένα τεράστιο δυναμικό ανάπτυξης.
Να πω για τα logistics ότι για πρώτη φορά διοργανώσαμε ένα περίπτερο στην έκθεση transport logistics, πριν από ένα μήνα, στο Μόναχο, με δεκαπέντε ελληνικές εταιρίες. Είχαμε θετικά σχόλια, σε υπερθετικό βαθμό εκφράστηκαν θετικά για την παρουσία που είχαμε εκεί σαν εθνικό περίπτερο.
Αυτά, νομίζω, είναι τα θέματα που πρέπει να μας απασχολούν σαν χώρα και τώρα και στο μέλλον. Ιδέα της διοργάνωσης ήταν να πάμε εκεί που γίνονται τα ελληνικά προϊόντα, όχι μόνο στα μεγάλα κέντρα, αλλά και στην περιφέρεια, εκεί όπου παράγονται ανάλογα με την περιοχή θαυμάσια, εξαιρετικά τρόφιμα κι αυτό κάναμε.
ΕΡ: Τι ζητούν οι Γερμανοί από τις συνεργασίες τους με Έλληνες παραγωγούς; Τι τους ενδιαφέρει περισσότερο, η τιμή, η ποιότητα;
ΑΠ: Σίγουρα, η τιμή είναι ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ή μειονέκτημα. Από εκεί και πέρα είναι γνωστά τα ελληνικά προϊόντα για τη μεγάλη διατροφική τους αξία, άρα μια συγκεκριμένη τιμή ανταγωνιστική ως προς την ποιότητα των ελληνικών προϊόντων, σε σχέση με π.χ. με τα ισπανικά, τα ιταλικά, είναι βιώσιμη, εάν βγούμε με τις ίδιες τιμές στη Γερμανία. Ζητούν αξιοπιστία, ζητούν συνέχεια στη συνεργασία. Θέλουν αξιοπιστία, συνέχεια, ποιότητα και τιμή. Και είναι απαραίτητο και ένα καλό μάρκετινγκ.
ΕΡ: Από αυτά που προαναφέρατε, σε ποιο σημείο διακρίνετε να υπάρχουν αδυναμίες και τι θα πρέπει από ελληνικής πλευράς να διορθωθεί ώστε τα προϊόντα μας να έχουν καλύτερη τύχη στη γερμανική και στις ξένες αγορές;
ΑΠ: Δεν έχουμε ένα «brand» που να καλύπτει το προϊόν το “made in Greece”. Είτε στον τουρισμό, είτε στα τρόφιμα. Άρα, εδώ πρέπει να γίνει μια προσπάθεια του κράτους να δημιουργήσει αυτό το «brand», κάτω από το οποίο όλοι οι παραγωγοί θα προσπαθήσουν να προωθήσουν τα προϊόντα τους στη γερμανική, αλλά και στις ευρωπαϊκές αγορές.